καλλιρόης

καλλιρόης
καλλιρόη
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καλλιρόης, κρήνη της- — Βλ. λ. Εννεάκρουνος …   Dictionary of Greek

  • Καλαπανίδας, Κώστας — (Παλαιοκαρυά Τρικάλων 1935 ). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε δημόσια σχολεία, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ως μέλος της συγγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Λύκειο Ελληνίδων — Γυναικείο σωματείο. Ιδρύθηκε το 1911 στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Καλλιρόης Παρέν, αποτελώντας ουσιαστικά την πρώτη συστηματική προσπάθεια χειραφέτησης των γυναικών στην Ελλάδα. Βασικοί σκοποί του Λ.E., από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Μελιγαλά, δήμος — Δήμος (4.040 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Ανθούσης, Ζευγολατείου, Καλλιρόης, Μαγούλας, Μίλα, Νεοχωρίου Ιθώμης, Πολίχνης, Σκάλας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”